- υποπίπτω
- ὑποπίπτω, ΝΜΑ [πίπτω]νεοελλ.1. υποκύπτω σε αδυναμία, διαπράττω ακουσίως σφάλμα2. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οι υποπίπτοντεςεκκλ. τάξη μετανοούντων τής πρωτοχριστιανικής εκκλησίας που είχαν την υποχρέωση να προσεύχονται γονυκλινείς μέσα στον ναό και να παρακολουθούν μόνον τη λειτουργία τών κατηχουμένων3. φρ. α) «υποπίπτω στην αντίληψη» — γίνομαι αντιληπτόςβ) «υποπίπτω σε δυσμένεια» — βρίσκομαι σε δυσμένεια, παύουν να μέ συμπαθούναρχ.1. πέφτω κάτω ή πέφτω κάτω από κάτι2. α) ζαρώνω μπροστά σε κάποιον από δειλία ή δουλοπρέπειαβ) υποκύπτω στη δύναμη ή στην εξουσία κάποιου, υποτάσσομαι («ἁπάσης γὰρ τῆς Ἑλλάδος ὑπὸ τὴν πόλιν ἡμῶν ὑποπεσούσης», Ισοκρ.)γ) (για κόλακα, για ικέτη ή για σκύλο) πέφτω στα πόδια κάποιου (α. «ὃς εὐτυχούντων ἐστί κόλαξ... τοῑς... τοιούτοις ἐθελοντής ὑποπίπτει», Δημοσθ.β. «προσδέχονται καὶ ὑποπίπτουσι τοὺς ἥκοντας», Φιλόστρ.)3. εισδύω από κάτω, χώνομαι («καὶ ἔς τε τοὺς ταρσοὺς ὑποπίπτοντες τῶν πολεμίων νεῶν καὶ ἐς τὰ πλάγια παραπλέοντες», Θουκ.)4. (σχετικά με πρόσ.) συναντώ5. (για αφηρημένες έννοιες) γίνομαι κατανοητός6. (για πρόσ.) πέφτω κάτω υφιστάμενος τη δύναμη ή την επίδραση κάποιου («τῷ δ' ὀστράκῳ πᾱς ὁ διὰ δόξαν ἢ γένος ἢ λόγου δύναμιν ὑπὲρ τοὺς πολλοὺς νομιζόμενος ὑπέπιπτεν», Πλούτ.)7. (για κτίσμα) πέφτω σε πολλά κομμάτια, γκρεμίζομαι8. (για τόπο) α) βρίσκομαι σε χαμηλότερο, σε σχέση με κάποιον άλλο, ύψος εδάφουςβ) βρίσκομαι πίσω («ὁ δ' ὑπὸ τὰς τῶν χιλιάρχων σκηνὰς ὄπισθεν τόπος ὑποπεπτωκώς», Πολ.)γ) εκτίθεμαι στην επίθεση κάποιου («ἀπὸ τῶν ὁρῶν ἱκανὸν τόπον ἀφιστάναι πρὸς τὸ μὴ τοῑς πολεμίοις ὑποπεπτωκέναι τοῑς κατέχουσι τὰς παρωρείας», Πολ.)9. (για ιδέα, γνώμη) εισέρχομαι στον νου10. υποχωρώ, ενδίδω11. (για γεγονότα) επέρχομαι, συμβαίνω12. εκκλ. υποβάλλομαι σε κανόνα μετανοίας13. (για πρόσοδο) προστίθεμαι, συσσωρεύομαι14. (για πρόσ.) είμαι επιρρεπής σε κάτι15. μτφ. α) υφίσταμαι μείωση («ταῡτα τῶν στρατιωτῶν ἀκουόντων, τὸ θράσος ὑπέπιπτε», Πλούτ.)β) περιλαμβάνομαι σε τάξη ή σε σύστημα, κατατάσσομαι («τοῑς τοιούτοις ὑποπίπτειν ὀνόμασιν», Αριστοτ.)16. (η μτχ. ουδ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ υποπίπτοντααυτά που κάθε φορά συμβαίνουν17. φρ. «κατὰ τὸ ὑποπῑπτον» — σύμφωνα με την περίσταση (Αρχιμ.).
Dictionary of Greek. 2013.